ἀνύστακτος: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(big3_5) |
(5) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[vigilante]] ὀφθαλμός Gr.Nyss.M.46.829D, ὁ δὲ μόνος ἀ. ... τὸν κοιμώμενον ... ἐπανέπαυσε Rom.Mel.52.ιδʹ.5.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[de manera vigilante]] Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.29.15, Procl.CP <i>Arm</i>.11. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[vigilante]] ὀφθαλμός Gr.Nyss.M.46.829D, ὁ δὲ μόνος ἀ. ... τὸν κοιμώμενον ... ἐπανέπαυσε Rom.Mel.52.ιδʹ.5.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[de manera vigilante]] Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.29.15, Procl.CP <i>Arm</i>.11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο κ. -χτος, -η, -ο (Μ [[ἀνύστακτος]], -ον)<br />αυτός που δεν νυστάζει, ο [[άγρυπνος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:56, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 267] ohne zu schlafen, Eudoc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνύστακτος: -ον, ὁ μὴ νυστάζων, ἄγρυπνος, ὁ τούτου ἀνύστακτος ὀφθαλμὸς Ἐφρ. Σύρ. τ. 3, σ. 602. - Ἐπίρρ. -κτως Πρόκλ. Κωνσταντινουπόλεως 860Β, Γρηγορίου τοῦ Ἀντιόχου Ἐπιστ. ἐν Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, 408. 10, ἔκδ. Λ.
Spanish (DGE)
-ον
1 vigilante ὀφθαλμός Gr.Nyss.M.46.829D, ὁ δὲ μόνος ἀ. ... τὸν κοιμώμενον ... ἐπανέπαυσε Rom.Mel.52.ιδʹ.5.
2 adv. -ως de manera vigilante Gr.Nyss.Eun.1.29.15, Procl.CP Arm.11.
Greek Monolingual
-η, -ο κ. -χτος, -η, -ο (Μ ἀνύστακτος, -ον)
αυτός που δεν νυστάζει, ο άγρυπνος.