ἄογκος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[delgado]] σῶμα ... ἔσται ἀογκότατον Hp.<i>Nat.Hom</i>.9.5.<br /><b class="num">2</b> [[inmaterial]] ὅσα δὲ φυσικὰ καὶ ῥέπει ταῖς ἐνεργείαις εἰς ὕλην, ταῦτα καίπερ ἄογκα καὶ ἀσώματα ὄντα Syrian.<i>in Metaph</i>.143.22<br /><b class="num">•</b>[[que no tiene volumen o masa]] τὸ ἔλαττον ... οὐδὲ παραθετέον ὄγκον πρὸς ἄογκον ἐν μετρήσει Plot.6.4.5, cf. Porph.<i>Sent</i>.27, Dam.<i>Pr</i>.372<br /><b class="num">•</b>τὸ ἄ. [[lo que carece de masa corpórea]] τὸ ἄ. καὶ τὸ ἕν Plot.6.1.26. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[delgado]] σῶμα ... ἔσται ἀογκότατον Hp.<i>Nat.Hom</i>.9.5.<br /><b class="num">2</b> [[inmaterial]] ὅσα δὲ φυσικὰ καὶ ῥέπει ταῖς ἐνεργείαις εἰς ὕλην, ταῦτα καίπερ ἄογκα καὶ ἀσώματα ὄντα Syrian.<i>in Metaph</i>.143.22<br /><b class="num">•</b>[[que no tiene volumen o masa]] τὸ ἔλαττον ... οὐδὲ παραθετέον ὄγκον πρὸς ἄογκον ἐν μετρήσει Plot.6.4.5, cf. Porph.<i>Sent</i>.27, Dam.<i>Pr</i>.372<br /><b class="num">•</b>τὸ ἄ. [[lo que carece de masa corpórea]] τὸ ἄ. καὶ τὸ ἕν Plot.6.1.26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄογκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μεγάλο όγκο, [[λεπτός]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει [[μάζα]] ή όγκο. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A notbulky, attenuated, σῶμα ὡς ἀογκότατον Hp.Nat.Hom. 9. 2 immaterial, Syrian. in Metaph.143.22; without mass or bulk, Plot.6.1.26,6.4.5, Porph.Sent.27: Comp., Dam.Pr.372.
German (Pape)
[Seite 271] ohne Geschwulst; hager, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄογκος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄγκον, λεπτός, λελεπτυσμένος, ὡς ἀογκότατον Ἱππ. 229. 5.
Spanish (DGE)
-ον
1 delgado σῶμα ... ἔσται ἀογκότατον Hp.Nat.Hom.9.5.
2 inmaterial ὅσα δὲ φυσικὰ καὶ ῥέπει ταῖς ἐνεργείαις εἰς ὕλην, ταῦτα καίπερ ἄογκα καὶ ἀσώματα ὄντα Syrian.in Metaph.143.22
•que no tiene volumen o masa τὸ ἔλαττον ... οὐδὲ παραθετέον ὄγκον πρὸς ἄογκον ἐν μετρήσει Plot.6.4.5, cf. Porph.Sent.27, Dam.Pr.372
•τὸ ἄ. lo que carece de masa corpórea τὸ ἄ. καὶ τὸ ἕν Plot.6.1.26.
Greek Monolingual
ἄογκος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει μεγάλο όγκο, λεπτός
2. όποιος δεν έχει μάζα ή όγκο.