ἀπενθής: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
(big3_5)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[libre de dolor]] ἀ. πέργαμ' A.<i>Pr</i>.956, νεβρός B.13.87, θυμός B.<i>Fr</i>.11.2, Nonn.<i>D</i>.38.165, ([[Ἑλλάς]]) Plu.<i>Flam</i>.11, βωμοί Triph.599, τύμβος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.20.10.<br /><b class="num">2</b> [[que aleja el dolor]] βότρυς Nonn.<i>D</i>.7.87.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[libre de dolor]] ἀ. πέργαμ' A.<i>Pr</i>.956, νεβρός B.13.87, θυμός B.<i>Fr</i>.11.2, Nonn.<i>D</i>.38.165, ([[Ἑλλάς]]) Plu.<i>Flam</i>.11, βωμοί Triph.599, τύμβος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.20.10.<br /><b class="num">2</b> [[que aleja el dolor]] βότρυς Nonn.<i>D</i>.7.87.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπενθής]] (-ούς), -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[πένθος]] ή [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> ο [[απένθητος]], [[εκείνος]] για τον οποίο δεν πένθησαν.
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπενθής Medium diacritics: ἀπενθής Low diacritics: απενθής Capitals: ΑΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: apenthḗs Transliteration B: apenthēs Transliteration C: apenthis Beta Code: a)penqh/s

English (LSJ)

ές,

   A free from grief, A.Pr.956; νεβρός B.12.87; θυμός Fr.7.2, cf. Plu.Flam.11, Tryph.599.

German (Pape)

[Seite 286] ές (πένθος), ohne Trauer, Πέργαμα Aesch. Prom. 962; Sp., wie Plut. C. Graech. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπενθής: -ές, ὁ μὴ πενθῶν, ὁ μὴ ἔχων πένθος, θλῖψιν, Αἰσχύλ. Πρ. 956, ἠύτε νεβρὸς ἀπεν[θής] Βακχυλ. ΧΙΙΙ. 54, Ἀποσ. 48 [19] ἔκδ. Kenyon, Πλουτ. Φλαμιν. 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
exempt de deuil.
Étymologie: ἀ, πένθος.

Spanish (DGE)

-ές
1 libre de dolor ἀ. πέργαμ' A.Pr.956, νεβρός B.13.87, θυμός B.Fr.11.2, Nonn.D.38.165, (Ἑλλάς) Plu.Flam.11, βωμοί Triph.599, τύμβος Nonn.Par.Eu.Io.20.10.
2 que aleja el dolor βότρυς Nonn.D.7.87.

Greek Monolingual

ἀπενθής (-ούς), -ές (Α)
1. αυτός που δεν έχει πένθος ή θλίψη
2. ο απένθητος, εκείνος για τον οποίο δεν πένθησαν.