αποχωρώ: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(6)
(No difference)

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Greek Monolingual

(AM ἀποχωρῶ, -έω)
1. απομακρύνομαι με τη θέληση μου, αναχωρώ
2. αποσύρομαι, παραιτούμαι
αρχ.
1. αποχωρώ μετά την ήττα, αποσύρομαι
2. (για τα περιττώματα) διέρχομαι, βγαίνω
3. (για τόπους) απέχω, είμαι μακριά
4. «ἀποχωρῶ εἴς τι ή ἐπί τι» — καταφεύγω
5. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἀποχωροῡν
περίττωμα, η ακαθαρσία.