ἀσολοίκιστος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />gram.<br /><b class="num">1</b> [[carente de solecismos]], [[correcto]] de una construcción ἀσολοίκιστόν ἐστι Eust.591.9, ἀσολοικιστον καὶ ἀβαρβάριστον τὴν προφοράν <i>An.Boiss</i>.3.241.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[correctamente]] ἀ. λεχθήσεται Eust.316.32, τὸ ἀ. καὶ ἀβαρβαρίστως διαλέγεσθαι <i>EM</i> 331.37G. | |dgtxt=-ον<br />gram.<br /><b class="num">1</b> [[carente de solecismos]], [[correcto]] de una construcción ἀσολοίκιστόν ἐστι Eust.591.9, ἀσολοικιστον καὶ ἀβαρβάριστον τὴν προφοράν <i>An.Boiss</i>.3.241.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[correctamente]] ἀ. λεχθήσεται Eust.316.32, τὸ ἀ. καὶ ἀβαρβαρίστως διαλέγεσθαι <i>EM</i> 331.37G. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσολοίκιστος]], -ον (Μ) [[σολοικίζω]]<br />ο [[χωρίς]] σολοικισμούς, [[χωρίς]] λάθη. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, = sq., Eust.591.9. Adv.
A -τως Id.316.32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσολοίκιστος: -ον, = ἀσόλοικος, Εὐστ. 591. 9. - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. 316. 32· καὶ -κιστί, Βυζ.
Spanish (DGE)
-ον
gram.
1 carente de solecismos, correcto de una construcción ἀσολοίκιστόν ἐστι Eust.591.9, ἀσολοικιστον καὶ ἀβαρβάριστον τὴν προφοράν An.Boiss.3.241.
2 adv. -ως correctamente ἀ. λεχθήσεται Eust.316.32, τὸ ἀ. καὶ ἀβαρβαρίστως διαλέγεσθαι EM 331.37G.
Greek Monolingual
ἀσολοίκιστος, -ον (Μ) σολοικίζω
ο χωρίς σολοικισμούς, χωρίς λάθη.