ἀστυπόλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(6_17)
(6)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστῠπόλος''': -ον, ὁ διαμένων ἐν πόλει, Συνέσ. 27Β: ― [[ὡσαύτως]] -[[πολίτης]], ὁ, Νικήτ. Χρον. 205C, κλ.
|lstext='''ἀστῠπόλος''': -ον, ὁ διαμένων ἐν πόλει, Συνέσ. 27Β: ― [[ὡσαύτως]] -[[πολίτης]], ὁ, Νικήτ. Χρον. 205C, κλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[hombre de ciudad]] οἱ ἀστυπόλοι τε καὶ ἀγροδίαιτοι Synes.<i>Regn</i>.24.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀστυπόλος]], ο (Α) [[πέλομαι]]<br />ο [[αστός]], ο [[πολίτης]].
}}
}}

Latest revision as of 06:59, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 379] ὁ, der sich immer in der Stadt aufhält, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστῠπόλος: -ον, ὁ διαμένων ἐν πόλει, Συνέσ. 27Β: ― ὡσαύτως -πολίτης, ὁ, Νικήτ. Χρον. 205C, κλ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ hombre de ciudad οἱ ἀστυπόλοι τε καὶ ἀγροδίαιτοι Synes.Regn.24.

Greek Monolingual

ἀστυπόλος, ο (Α) πέλομαι
ο αστός, ο πολίτης.