ασχολούμαι: Difference between revisions

From LSJ
(6)
(No difference)

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Greek Monolingual

(Α ἀσχολοῡμαι, -έομαι) άσχολος
είμαι απασχολημένος, καταγίνομαι με κάτι.