ἀσχαδής: Difference between revisions
From LSJ
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀσχᾰδής) -ές [[irreprimible]] s. cont., A.<i>Fr</i>.418. | |dgtxt=(ἀσχᾰδής) -ές [[irreprimible]] s. cont., A.<i>Fr</i>.418. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσχαδής]], -ές (Α) [[σχάζω]]<br />[[ακατάσχετος]], [[ασυγκράτητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (σχάζω)
A not to be restrained, A.Fr.418.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσχᾰδής: -ές, (σχάζω) ἀκατάσχετος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 363, πρβλ. Ἡσύχ. ἔνθα ἑρμηνεύεται «ἀμετάσχετος».
Spanish (DGE)
(ἀσχᾰδής) -ές irreprimible s. cont., A.Fr.418.
Greek Monolingual
ἀσχαδής, -ές (Α) σχάζω
ακατάσχετος, ασυγκράτητος.