ἀσυνουσίαστος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_7) |
(6) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[solitario]] ἀκοινώνητός εἰμι καὶ ἀ. Chrys.<i>Sac</i>.6.12.58. | |dgtxt=-ον<br />[[solitario]] ἀκοινώνητός εἰμι καὶ ἀ. Chrys.<i>Sac</i>.6.12.58. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσυνουσίαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει έλθει σε [[συνουσία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:59, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 380] ohne Gemeinschaft, ohne Umgang, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνουσίαστος: -ον, ὁ ἄνευ συνουσίας, συναναστροφῆς, Ἰω. Χρυσ. τ. 6. σ. 51.
Spanish (DGE)
-ον
solitario ἀκοινώνητός εἰμι καὶ ἀ. Chrys.Sac.6.12.58.
Greek Monolingual
ἀσυνουσίαστος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει έλθει σε συνουσία.