ἀσυνάντητος: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[que no admite trato]] Hsch.s.u. ἀξύμβλητον. | |dgtxt=-ον [[que no admite trato]] Hsch.s.u. ἀξύμβλητον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ασυναπάντητος, -η, -ο<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν συναντά [[κανείς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be met, unsocial, Hsch. s.v. ἀξύμβλητον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάντητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συναντήσῃ, ἀκοινώνητος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀξύμβλητον.
Spanish (DGE)
-ον que no admite trato Hsch.s.u. ἀξύμβλητον.
Greek Monolingual
και ασυναπάντητος, -η, -ο
εκείνος τον οποίο δεν συναντά κανείς.