ἀτημέλητος: Difference between revisions
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[desatendido]] κλαίουσα λαμπτηρουχίας ἀτημελήτους llorando por las luminarias desatendidas (e.d. que no se encienden)</i>, A.<i>A</i>.891, οὐδένα ἀτημέλητον παρέλειπεν X.<i>Cyr</i>.5.4.18, cf. 8.1.14, Ph.1.238, νεοττοί Olymp.<i>Iob</i> 38.41<br /><b class="num">•</b>del pelo [[descuidado]], [[desaseado]] κικίννοι Alciphr.3.19.3<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. τῶν τριχῶν Iul.<i>Mis</i>.365d.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin atender]] μηδὲν τῶν οἰκείων ἀ. ἔχειν X.<i>Cyr</i>.8.1.15. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[desatendido]] κλαίουσα λαμπτηρουχίας ἀτημελήτους llorando por las luminarias desatendidas (e.d. que no se encienden)</i>, A.<i>A</i>.891, οὐδένα ἀτημέλητον παρέλειπεν X.<i>Cyr</i>.5.4.18, cf. 8.1.14, Ph.1.238, νεοττοί Olymp.<i>Iob</i> 38.41<br /><b class="num">•</b>del pelo [[descuidado]], [[desaseado]] κικίννοι Alciphr.3.19.3<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. τῶν τριχῶν Iul.<i>Mis</i>.365d.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin atender]] μηδὲν τῶν οἰκείων ἀ. ἔχειν X.<i>Cyr</i>.8.1.15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτημέλητος]], -ον) [[τημελώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που παραμελεί την [[εμφάνιση]] του, [[απεριποίητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν ελπίζει πια [[τίποτε]], αποτυχημένος<br /><b>3.</b> [[νωθρός]], [[αδιάφορος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unheeded, unnoticed, X.Cyr.5.4.18, 8.1.14, and so prob. in A.Ag.891. Adv. -τως, ἔχειν to be uncared for, X.Cyr. 8.1.15. 2 slovenly, οὐκ ἀ. τοὺς κικίννους Alciphr.3.55; τὸ ἀ. τῶν τριχῶν Jul.Mis.365d.
German (Pape)
[Seite 386] vernachlässigt, Xen. Cyr. 8, 1, 14; λαμπτηρουχίαι, d. i. nicht angezündete, Aesch. Ag. 865; ἀτημελήτως ἔχειν, vernachlässigt werden, Xen. Cyr. 8, 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτημέλητος: -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς προσέχει ἢ φροντίζει, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 18., 8. 1, 14. 2) ὁ ἐκπεσὼν τῶν ἐλπίδων, ὁ ἀποτυχών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 891. ΙΙ. ἐνεργ., μηδεμίαν προσοχὴν δίδων, ἀμελής, νωθρός, Ἀλκίφρ. 3. 55: - Ἐπίρρ., ἀτημελήτως ἔχειν τινός, μηδόλως προσέχειν εἴς τι..., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 négligé;
2 perdu, ruiné.
Étymologie: ἀ, τημελέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 desatendido κλαίουσα λαμπτηρουχίας ἀτημελήτους llorando por las luminarias desatendidas (e.d. que no se encienden), A.A.891, οὐδένα ἀτημέλητον παρέλειπεν X.Cyr.5.4.18, cf. 8.1.14, Ph.1.238, νεοττοί Olymp.Iob 38.41
•del pelo descuidado, desaseado κικίννοι Alciphr.3.19.3
•subst. τὸ ἀ. τῶν τριχῶν Iul.Mis.365d.
2 adv. -ως sin atender μηδὲν τῶν οἰκείων ἀ. ἔχειν X.Cyr.8.1.15.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτημέλητος, -ον) τημελώ
μσν.- νεοελλ.
αυτός που παραμελεί την εμφάνιση του, απεριποίητος
αρχ.
1. αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει κανείς
2. εκείνος που δεν ελπίζει πια τίποτε, αποτυχημένος
3. νωθρός, αδιάφορος.