άτρυτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(6)
(No difference)

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἄτρυτος, -ον (Α)
1. ο ακαταπόνητος, ο ακατάβλητος
2. (για τιμωρίες και βάσανα) αδιάκοπος, αδιάπτωτος
3. (για οδό) επίπονος, κουραστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -τρυτος < τρύω «κατατρίβω, βασανίζω, καταπονώ»].