αὐστηρία: Difference between revisions
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
(big3_7) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">I</b> [[aspereza]] ref. a un fruto κατὰ στρυφνότητα καὶ αὐστηρίαν Thphr.<i>CP</i> 6.12.6, ἡ τῶν φαρμάκων αὐ. Clem.Al.<i>Prot</i>.10.109.1.<br /><b class="num">II</b> del carácter<br /><b class="num">1</b> [[austeridad]] ἠθῶν Plb.4.21.1, definida como virtud, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.66, cf. Aristo Phil.14.6, τοῦ ἀνδρός Plu.<i>Cat.Ma</i>.16, ἡ μὲν Σύλλου καὶ Μαρίου καὶ Αὐγούστου αὐ. D.C.75.8.1, del pedagogo, Clem.Al.<i>Paed</i>.1.12 tít.<br /><b class="num">2</b> en sent. peyor. [[dureza]], [[aspereza]], [[severidad]] νοήσας οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου τὴν αὐστηρίαν εἶναι LXX 2<i>Ma</i>.14, 30, τοῦ Ἀρειανοῦ ἐπισκόπου τοῦ πολλὰ ἰσχύσαντος πλούτῳ τε καὶ αὐστηρίᾳ Epiph.Const.<i>Haer</i>.30.5.6, ἄνδρες ... νόμῳ πρέπουσαν αὐστηρίαν ἀνατείνοντες Lyd.<i>Mag</i>.3.16. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">I</b> [[aspereza]] ref. a un fruto κατὰ στρυφνότητα καὶ αὐστηρίαν Thphr.<i>CP</i> 6.12.6, ἡ τῶν φαρμάκων αὐ. Clem.Al.<i>Prot</i>.10.109.1.<br /><b class="num">II</b> del carácter<br /><b class="num">1</b> [[austeridad]] ἠθῶν Plb.4.21.1, definida como virtud, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.66, cf. Aristo Phil.14.6, τοῦ ἀνδρός Plu.<i>Cat.Ma</i>.16, ἡ μὲν Σύλλου καὶ Μαρίου καὶ Αὐγούστου αὐ. D.C.75.8.1, del pedagogo, Clem.Al.<i>Paed</i>.1.12 tít.<br /><b class="num">2</b> en sent. peyor. [[dureza]], [[aspereza]], [[severidad]] νοήσας οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου τὴν αὐστηρίαν εἶναι LXX 2<i>Ma</i>.14, 30, τοῦ Ἀρειανοῦ ἐπισκόπου τοῦ πολλὰ ἰσχύσαντος πλούτῳ τε καὶ αὐστηρίᾳ Epiph.Const.<i>Haer</i>.30.5.6, ἄνδρες ... νόμῳ πρέπουσαν αὐστηρίαν ἀνατείνοντες Lyd.<i>Mag</i>.3.16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[αὐστηρία]]) [[αυστηρός]]<br />[[αυστηρότητα]] [[σκληρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυστηρότητα]] ηθών. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = αὐστηρότης, στρυφνότης καὶ αὐ. Thphr.CP6.12.6. 2 metaph. of men, austerity, ἠθῶν Plb.4.21.1, Cat.Cod.Astr. 2.160.6, etc.; as a virtue, Stoic.3.66.
Greek (Liddell-Scott)
αὐστηρία: ἡ, = αὐστηρότης, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 12, 6: - μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων, αὐστηρότης, τραχύτης, Πολύβ. 4. 21, 1. κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I aspereza ref. a un fruto κατὰ στρυφνότητα καὶ αὐστηρίαν Thphr.CP 6.12.6, ἡ τῶν φαρμάκων αὐ. Clem.Al.Prot.10.109.1.
II del carácter
1 austeridad ἠθῶν Plb.4.21.1, definida como virtud, Chrysipp.Stoic.3.66, cf. Aristo Phil.14.6, τοῦ ἀνδρός Plu.Cat.Ma.16, ἡ μὲν Σύλλου καὶ Μαρίου καὶ Αὐγούστου αὐ. D.C.75.8.1, del pedagogo, Clem.Al.Paed.1.12 tít.
2 en sent. peyor. dureza, aspereza, severidad νοήσας οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου τὴν αὐστηρίαν εἶναι LXX 2Ma.14, 30, τοῦ Ἀρειανοῦ ἐπισκόπου τοῦ πολλὰ ἰσχύσαντος πλούτῳ τε καὶ αὐστηρίᾳ Epiph.Const.Haer.30.5.6, ἄνδρες ... νόμῳ πρέπουσαν αὐστηρίαν ἀνατείνοντες Lyd.Mag.3.16.
Greek Monolingual
η (AM αὐστηρία) αυστηρός
αυστηρότητα σκληρότητα
αρχ.
αυστηρότητα ηθών.