αὐχητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
(big3_8)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[jactancioso]], [[orgulloso]] τοὺς κεκτημένους αὐτὸν (τὸν πλοῦτον) αὐχητικοὺς καὶ ὑπερόπτας Sch.Pi.<i>O</i>.1.4a.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[jactanciosamente]] αὐ. λέγων Eust.750.23.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[jactancioso]], [[orgulloso]] τοὺς κεκτημένους αὐτὸν (τὸν πλοῦτον) αὐχητικοὺς καὶ ὑπερόπτας Sch.Pi.<i>O</i>.1.4a.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[jactanciosamente]] αὐ. λέγων Eust.750.23.
}}
{{grml
|mltxt=[[αὐχητικός]], -ή, -ό (Α) [[αυχητής]]<br />[[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐχητικός Medium diacritics: αὐχητικός Low diacritics: αυχητικός Capitals: ΑΥΧΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: auchētikós Transliteration B: auchētikos Transliteration C: afchitikos Beta Code: au)xhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = αὐχήεις, Sch.Pi.O.1.4. Adv. -ῶς Eust. 750.23.

German (Pape)

[Seite 405] prahlend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

αὐχητικός: -ή, -όν, = αὐχήεις, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ὀλ. 1. 4. ― Ἐπίρρ. -ῶς Εὐστ. 750. 24.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 jactancioso, orgulloso τοὺς κεκτημένους αὐτὸν (τὸν πλοῦτον) αὐχητικοὺς καὶ ὑπερόπτας Sch.Pi.O.1.4a.
2 adv. -ῶς jactanciosamente αὐ. λέγων Eust.750.23.

Greek Monolingual

αὐχητικός, -ή, -ό (Α) αυχητής
αλαζονικός, υπεροπτικός.