ἀφύσητος: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[no hinchado]], [[ἀσκός]] Hp.<i>Art</i>.47, 77. | |dgtxt=-ον [[no hinchado]], [[ἀσκός]] Hp.<i>Art</i>.47, 77. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀφύσητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φυσήθηκε, που δεν τον φύσηξαν<br /><b>2.</b> (για ασκούς) αφούσκωτος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A not inflated, ἀσκός Hp.Art.47,77.
German (Pape)
[Seite 416] nicht aufgeblasen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφύσητος: [ῡ], -ον, ὁ μὴ φυσηθείς, μὴ φουσκωθείς, ἀσκὸς Ἱππ. π. Ἄρθ. 814, 837.
Spanish (DGE)
-ον no hinchado, ἀσκός Hp.Art.47, 77.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφύσητος, -ον)
1. αυτός που δεν φυσήθηκε, που δεν τον φύσηξαν
2. (για ασκούς) αφούσκωτος.