αφότου: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(7)
(No difference)

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Greek Monolingual

(χρον. σύνδ.)
από τη στιγμή που συνέβη κάτι, από τότε που...
[ΕΤΥΜΟΛ. Από συνεκφορά των αφ' ότου < από + ότου (γεν. της αναφορικής αντωνυμίας όστις)
πρβλ. έως ότου)].