βλεπτός: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(big3_9) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[digno de ser visto]] τί δῆτ' ἐμοὶ βλεπτὸν ἦν στερκτόν S.<i>OT</i> 1337. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[digno de ser visto]] τί δῆτ' ἐμοὶ βλεπτὸν ἦν στερκτόν S.<i>OT</i> 1337. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βλεπτός]], -ή, -όν (Α) [[βλέπω]]<br />[[εκείνος]] τον οποίο μπορεί ή αξίζει να δει [[κανείς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A to be seen, S.OT1337.
Greek (Liddell-Scott)
βλεπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, ἄξιος νὰ ἴδῃ τις αὐτόν, Σοφ. Ο. Τ. 1337.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’il faut voir, digne d’être vu.
Étymologie: adj. verb. de βλέπω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
digno de ser visto τί δῆτ' ἐμοὶ βλεπτὸν ἦν στερκτόν S.OT 1337.
Greek Monolingual
βλεπτός, -ή, -όν (Α) βλέπω
εκείνος τον οποίο μπορεί ή αξίζει να δει κανείς.