βελονοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(big3_8)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[de forma de aguja]] σχήματα de los átomos que producen el color azul, Thphr.<i>Sens</i>.77 (= Democr.A 135).<br /><b class="num">2</b> anat. ἐκφύσεις βελονοειδεῖς las apófisis estiloides</i> en el hueso temporal, Gal.3.592, 852, 18(2).957, 959<br /><b class="num">•</b>como subst. αἱ βελονοειδῆς [[los músculos estiloides]] Gal.18(2).958.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[de forma de aguja]] σχήματα de los átomos que producen el color azul, Thphr.<i>Sens</i>.77 (= Democr.A 135).<br /><b class="num">2</b> anat. ἐκφύσεις βελονοειδεῖς las apófisis estiloides</i> en el hueso temporal, Gal.3.592, 852, 18(2).957, 959<br /><b class="num">•</b>como subst. αἱ βελονοειδῆς [[los músculos estiloides]] Gal.18(2).958.
}}
{{grml
|mltxt=-ές<br />όρος που αναφέρεται στα [[στενά]] και σκληρά φύλλα που μοιάζουν με [[βελόνα]] όπως [[είναι]] π.χ. τα φύλλα του πεύκου.
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βελονοειδής Medium diacritics: βελονοειδής Low diacritics: βελονοειδής Capitals: ΒΕΛΟΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: belonoeidḗs Transliteration B: belonoeidēs Transliteration C: velonoeidis Beta Code: belonoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A needle-shaped, σχήματα Thphr.Sens.77; β. ἔκφυσις styloid process of the temporal bone, Gal.UP7.19, al.

German (Pape)

[Seite 441] ές, nadelförmig, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

βελονοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα τῆς βελόνης, αἰχμηρός, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ές
1 de forma de aguja σχήματα de los átomos que producen el color azul, Thphr.Sens.77 (= Democr.A 135).
2 anat. ἐκφύσεις βελονοειδεῖς las apófisis estiloides en el hueso temporal, Gal.3.592, 852, 18(2).957, 959
como subst. αἱ βελονοειδῆς los músculos estiloides Gal.18(2).958.

Greek Monolingual

-ές
όρος που αναφέρεται στα στενά και σκληρά φύλλα που μοιάζουν με βελόνα όπως είναι π.χ. τα φύλλα του πεύκου.