γλυκύτητα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(8)
(No difference)

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Greek Monolingual

και γλυκότητα και γλυκότη, η (AM γλυκύτης, Μ και γλυκύτητα και γλυκότης και γλυκότητα)
1. γλυκιά γεύση, γλύκα
2. απόλαυση, ευχαρίστηση
3. γλυκύτητα στους τρόπους, ευγενική συμπεριφορά
μσν.- νεοελλ.
1. ερωτική ηδονή
2. ευτυχία
3. ευχάριστο, μελωδικό άκουσμα
νεοελλ.
(για τοπίο) ηρεμία, γαλήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλυκύτης < γλυκύς και ο τ. γλυκότης < γλυκός ή γλύκα].