τοπίο

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ
τοπείο, το, Ν
1. υπαίθρια γραφική τοποθεσία
2. ζωγραφικός πίνακας που παριστάνει τοποθεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπιον, με καταβιβασμό του τόνου].