τοπίο

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ
τοπείο, το, Ν
1. υπαίθρια γραφική τοποθεσία
2. ζωγραφικός πίνακας που παριστάνει τοποθεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπιον, με καταβιβασμό του τόνου].