γλύκα
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. η ιδιότητα του γλυκού, η γλυκιά γεύση
2. απόλαυση, ευχαρίστηση, ηδονή
3. η απαλότητα, η ηπιότητα («η γλύκα του καιρού, της φωνής, του καντηλιού»)
4. η ανακούφιση («...τ' αγέρι του Μαγιού τόση δροσιά και γλύκα χύνει... στα σωθικά», Βαλαωρ.)
5. η χαρά (παροιμ., «κάλλιο λάχανα με γλύκα παρά ζάχαρη με πίκρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκαίνω, ως υποχωρητικός σχηματισμός, ή < γλυκός].