γνέφω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(8)
(No difference)

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Greek Monolingual

και γνεύω (AM νεύω, Μ και γνεύω)
κάνω νόημα, σημείο συνεννοήσεως με το κεφάλι, τα μάτια ή τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του ρήματος νεύω έδωσε λαβή στον σχηματισμό τών τύπων γνέφω και γνεύω. Συγκεκριμένα, ο τ. γνεύω < εκ -νεύω ή, κατ' άλλους, < γ- προθετικό + νεύω. Το προθετικό γ- αναπτύσσεται σε λέξεις που αρχίζουν με ν στον συγκεκριμένο τ. προήλθε με ανομοίωση: τον νεύω < το γνεύω (βλ. και γνέφος). Ο τ. γνέφω αναλογικά προς τα ρήματα σε -φω, επειδή συνέπιπτε ο αόριστος σε -ψα (έγνεψα όπως έστρεψα > γνέφω όπως στρέφω)].