δευτέρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[repetición]] ἡ δὲ ἀνὰ πρόθεσις δ. τι δηλοῖ Eust.80.9.
|dgtxt=-ματος, τό [[repetición]] ἡ δὲ ἀνὰ πρόθεσις δ. τι δηλοῖ Eust.80.9.
}}
{{grml
|mltxt=το (Μ [[δευτέρωμα]])<br />η [[επανάληψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το δεύτερο όργωμα, το δεύτερο [[σκάψιμο]]<br /><b>2.</b> ο [[δεύτερος]] [[γάμος]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δευτέρωμα Medium diacritics: δευτέρωμα Low diacritics: δευτέρωμα Capitals: ΔΕΥΤΕΡΩΜΑ
Transliteration A: deutérōma Transliteration B: deuterōma Transliteration C: defteroma Beta Code: deute/rwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A repetition, Eust.80.10.

German (Pape)

[Seite 554] τό, die Wiederholung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

δευτέρωμα: τό, ἐπανάληψις, Εὐστ. 80. 10.

Spanish (DGE)

-ματος, τό repetición ἡ δὲ ἀνὰ πρόθεσις δ. τι δηλοῖ Eust.80.9.

Greek Monolingual

το (Μ δευτέρωμα)
η επανάληψη
νεοελλ.
1. το δεύτερο όργωμα, το δεύτερο σκάψιμο
2. ο δεύτερος γάμος.