δευτερουργής: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(big3_11) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές [[remendado]] χλαῖνα Poll.7.77. | |dgtxt=-ές [[remendado]] χλαῖνα Poll.7.77. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δευτερουργής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει δεχτεί και δεύτερη [[επεξεργασία]], ο καλοδουλεμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A vamped up, second-hand, χλαῖνα Poll.7.77.
German (Pape)
[Seite 553] χλαῖνα, wieder aufgekratzt, Poll. 7, 77.
Spanish (DGE)
-ές remendado χλαῖνα Poll.7.77.
Greek Monolingual
δευτερουργής, -ές (Α)
αυτός που έχει δεχτεί και δεύτερη επεξεργασία, ο καλοδουλεμένος.