διάδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(big3_11)
(9)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> anat. [[punto de unión]], [[diáfisis]] (ὑμένες) ἐς [[ἀλλήλους]] διαδέσμους ἔχουσιν Hp.<i>Nat.Puer</i>.14, cf. en Erot.31.16.<br /><b class="num">2</b> [[venda]], [[vendaje]] διαδέσμοις δὲ τῶν ἄκρων εὐτόνως χρῶ Archig. en Gal.13.175, cf. Archig. en Gal.8.90, Aret.<i>CA</i> 1.9.1, Gal.11.181, Aët.8.49, διαδέσμοις σφίγγειν τὰ ἄκρα Philum. en Aët.9.12, cf. Paul.Aeg.2.47.
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> anat. [[punto de unión]], [[diáfisis]] (ὑμένες) ἐς [[ἀλλήλους]] διαδέσμους ἔχουσιν Hp.<i>Nat.Puer</i>.14, cf. en Erot.31.16.<br /><b class="num">2</b> [[venda]], [[vendaje]] διαδέσμοις δὲ τῶν ἄκρων εὐτόνως χρῶ Archig. en Gal.13.175, cf. Archig. en Gal.8.90, Aret.<i>CA</i> 1.9.1, Gal.11.181, Aët.8.49, διαδέσμοις σφίγγειν τὰ ἄκρα Philum. en Aët.9.12, cf. Paul.Aeg.2.47.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διάδεσμος]]) [[διαδέω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ειδικός]] [[επίδεσμος]] που προστίθεται στον πλατύδεσμο για να τον κάνει ανθεκτικότερο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δεσμός]], [[ταινία]] για [[σύνδεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίδεσμος]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδεσμος Medium diacritics: διάδεσμος Low diacritics: διάδεσμος Capitals: ΔΙΑΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: diádesmos Transliteration B: diadesmos Transliteration C: diadesmos Beta Code: dia/desmos

English (LSJ)

ὁ,

   A connecting band, Hp.Nat.Puer.14; bandage, Aret.CA1.9; ligature, διαδέσμοις σφίγγων τὰ ἄκρα Philum. ap. Aët.9.12.

Greek (Liddell-Scott)

διάδεσμος: ὁ, δεσμός, Ἱππ. 237. 12.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 anat. punto de unión, diáfisis (ὑμένες) ἐς ἀλλήλους διαδέσμους ἔχουσιν Hp.Nat.Puer.14, cf. en Erot.31.16.
2 venda, vendaje διαδέσμοις δὲ τῶν ἄκρων εὐτόνως χρῶ Archig. en Gal.13.175, cf. Archig. en Gal.8.90, Aret.CA 1.9.1, Gal.11.181, Aët.8.49, διαδέσμοις σφίγγειν τὰ ἄκρα Philum. en Aët.9.12, cf. Paul.Aeg.2.47.

Greek Monolingual

ο (AM διάδεσμος) διαδέω
νεοελλ.
ειδικός επίδεσμος που προστίθεται στον πλατύδεσμο για να τον κάνει ανθεκτικότερο
αρχ.-μσν.
δεσμός, ταινία για σύνδεση
αρχ.
επίδεσμος.