διαβλητικός: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(big3_11)
(9)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[calumnioso]], <i>Epist.Char</i>.18.5, 30.8, Poll.5.118, Eust.1308.23.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ δ. [[el arte de la calumnia]] Aristo Phil.14.9.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[calumniosamente]] Poll.5.118.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[calumnioso]], <i>Epist.Char</i>.18.5, 30.8, Poll.5.118, Eust.1308.23.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ δ. [[el arte de la calumnia]] Aristo Phil.14.9.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[calumniosamente]] Poll.5.118.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβλητικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που διαβάλλει, ο [[συκοφαντικός]]<br /><b>2.</b> αυτός μέσω του οποίου γίνεται η [[διαβολή]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβλητικός Medium diacritics: διαβλητικός Low diacritics: διαβλητικός Capitals: ΔΙΑΒΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diablētikós Transliteration B: diablētikos Transliteration C: diavlitikos Beta Code: diablhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = διαβολικός, Poll.5.118: -κή, ἡ, art of calumny, Phld.Vit.p.42J. Adv. -κῶς Poll. l.c.

Greek (Liddell-Scott)

διαβλητικός: -ή, -όν, = διαβολικός, Πολυδ. Ε', 118, 127.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1calumnioso, Epist.Char.18.5, 30.8, Poll.5.118, Eust.1308.23.
2 subst. ἡ δ. el arte de la calumnia Aristo Phil.14.9.
II adv. -ῶς calumniosamente Poll.5.118.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαβλητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που διαβάλλει, ο συκοφαντικός
2. αυτός μέσω του οποίου γίνεται η διαβολή.