διάτραμις: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάτρᾰμις''': ὁ, ἡ, = [[λισπόπυγος]], Στράττις ἐν Ἀδήλ. 15. | |lstext='''διάτρᾰμις''': ὁ, ἡ, = [[λισπόπυγος]], Στράττις ἐν Ἀδήλ. 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διάτραμις]] (-εως), ο (Α) [[τράμις]]<br />(για κίναιδο) «ὁ διερρωγὼς τὴν τράμιν» — [[εκείνος]] του οποίου η [[τράμις]], ο [[πρωκτός]], έχει [[πλέον]] διαρραγεί, ο ξεσκισμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ,
A = λισπόπυγος, Stratt.74.
Greek (Liddell-Scott)
διάτρᾰμις: ὁ, ἡ, = λισπόπυγος, Στράττις ἐν Ἀδήλ. 15.
Greek Monolingual
διάτραμις (-εως), ο (Α) τράμις
(για κίναιδο) «ὁ διερρωγὼς τὴν τράμιν» — εκείνος του οποίου η τράμις, ο πρωκτός, έχει πλέον διαρραγεί, ο ξεσκισμένος.