διιχνεύω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
(6_2)
 
(9)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διιχνεύω''': [[ἐξιχνιάζω]], ἰχνηλατῶ, Πολύβ. 4. 68, 3, Ὀππ. Ἁλ. 3. 37˙― διιχνέω Γαλεομ. 34.
|lstext='''διιχνεύω''': [[ἐξιχνιάζω]], ἰχνηλατῶ, Πολύβ. 4. 68, 3, Ὀππ. Ἁλ. 3. 37˙― διιχνέω Γαλεομ. 34.
}}
{{grml
|mltxt=[[διιχνεύω]] (Α) [[ιχνεύω]]<br />[[ανιχνεύω]] σε όλη την [[έκταση]], [[αναζητώ]] με [[επιμονή]] όπως ο [[σκύλος]] τα ίχνη.
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

διιχνεύω: ἐξιχνιάζω, ἰχνηλατῶ, Πολύβ. 4. 68, 3, Ὀππ. Ἁλ. 3. 37˙― διιχνέω Γαλεομ. 34.

Greek Monolingual

διιχνεύω (Α) ιχνεύω
ανιχνεύω σε όλη την έκταση, αναζητώ με επιμονή όπως ο σκύλος τα ίχνη.