διοπτεία: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(big3_12)
(9)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[observación mediante un instrumento de precisión]] ([[γεωδαισία]]) χρῆται ὀργάνοις εἰς μὲν τὰς διοπτείας χωρίων διόπτραις, κανόσι Hero <i>Def</i>.135.8, cf. Papp.<i>in Alm</i>.93.1, Procl.<i>Hyp</i>.4.2.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[observación mediante un instrumento de precisión]] ([[γεωδαισία]]) χρῆται ὀργάνοις εἰς μὲν τὰς διοπτείας χωρίων διόπτραις, κανόσι Hero <i>Def</i>.135.8, cf. Papp.<i>in Alm</i>.93.1, Procl.<i>Hyp</i>.4.2.
}}
{{grml
|mltxt=[[διοπτεία]], η (Α) [[διοπτεύω]]<br />η [[διόπτευση]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοπτεία Medium diacritics: διοπτεία Low diacritics: διοπτεία Capitals: ΔΙΟΠΤΕΙΑ
Transliteration A: diopteía Transliteration B: diopteia Transliteration C: diopteia Beta Code: dioptei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A seeing through, τὴν δ. ἀκώλυτον παρέχειν Procl.Hyp. 3.17.    II use of the διόπτρα, Hero *Deff.135.8.

Greek (Liddell-Scott)

διοπτεία: ἡ, παρατήρησις διὰ διόπτρας, Πρόκλ. Ὑποθέσ. 15C, 16Β, κτλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
observación mediante un instrumento de precisión (γεωδαισία) χρῆται ὀργάνοις εἰς μὲν τὰς διοπτείας χωρίων διόπτραις, κανόσι Hero Def.135.8, cf. Papp.in Alm.93.1, Procl.Hyp.4.2.

Greek Monolingual

διοπτεία, η (Α) διοπτεύω
η διόπτευση.