δισσάρχης: Difference between revisions
From LSJ
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
(big3_12) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου<br />[[que comparte el gobierno con otro]] τούς τε δισσάρχας ... βασιλῆς S.<i>Ai</i>.389. | |dgtxt=-ου<br />[[que comparte el gobierno con otro]] τούς τε δισσάρχας ... βασιλῆς S.<i>Ai</i>.389. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δισσάρχης]], ο (Α)<br />αυτός που βασιλεύει [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A joint-ruling, δισσάρχαι βασιλεῖς S.Aj.390 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δισσάρχης: -ου, ὁ, ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, δισσάρχαι βασιλεῖς, οἱ δύο ἄρχοντες βασιλεῖς, Σοφ. Αἴ. 390.
Spanish (DGE)
-ου
que comparte el gobierno con otro τούς τε δισσάρχας ... βασιλῆς S.Ai.389.
Greek Monolingual
δισσάρχης, ο (Α)
αυτός που βασιλεύει μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -αρχης].