διφροπηγία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(big3_12)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[construcción de carros]] Thphr.<i>HP</i> 5.7.6.
|dgtxt=-ας, ἡ [[construcción de carros]] Thphr.<i>HP</i> 5.7.6.
}}
{{grml
|mltxt=[[διφροπηγία]], η (Α)<br />η [[τέχνη]] της κατασκευής δίφρων, αρμάτων.
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφροπηγία Medium diacritics: διφροπηγία Low diacritics: διφροπηγία Capitals: ΔΙΦΡΟΠΗΓΙΑ
Transliteration A: diphropēgía Transliteration B: diphropēgia Transliteration C: difropigia Beta Code: difrophgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A cart-building, Thphr.HP5.7.6.

German (Pape)

[Seite 645] ἡ, das Wagenbauen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

διφροπηγία: ἡ, ἁμαξοπηγία, ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζειν δίφρους, ἅρματα, Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 7, 6.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ construcción de carros Thphr.HP 5.7.6.

Greek Monolingual

διφροπηγία, η (Α)
η τέχνη της κατασκευής δίφρων, αρμάτων.