δυσανάπειστος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_12) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de convencer]] ταῦτα λέγοντα ... θαυμαστῶς ὡς δυσανάπειστον εἶναι que es extremadamente difícil convencer al que dice tales cosas</i> Pl.<i>Prm</i>.135a.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con desconfianza]] δ. ἔχομεν περὶ ... desconfiamos de que ...</i> Procl.<i>Opusc</i>.2.32. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de convencer]] ταῦτα λέγοντα ... θαυμαστῶς ὡς δυσανάπειστον εἶναι que es extremadamente difícil convencer al que dice tales cosas</i> Pl.<i>Prm</i>.135a.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con desconfianza]] δ. ἔχομεν περὶ ... desconfiamos de que ...</i> Procl.<i>Opusc</i>.2.32. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσανάπειστος]], -ον (Α)<br />που δύσκολα αναπείθεται, που δεν αλλάζει [[γνώμη]] εύκολα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to convince, Pl.Prm.135a.
German (Pape)
[Seite 675] schwer zu überzeugen, Plat. Parm. 135 a.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάπειστος: -ον, δυσκατάπειστος, Πλάτ. Παρμ. 135Α.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de convencer ταῦτα λέγοντα ... θαυμαστῶς ὡς δυσανάπειστον εἶναι que es extremadamente difícil convencer al que dice tales cosas Pl.Prm.135a.
2 adv. -ως con desconfianza δ. ἔχομεν περὶ ... desconfiamos de que ... Procl.Opusc.2.32.
Greek Monolingual
δυσανάπειστος, -ον (Α)
που δύσκολα αναπείθεται, που δεν αλλάζει γνώμη εύκολα.