εγκλιτικός: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(10)
(No difference)

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐγκλιτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έγκλιση ρήματος
2. «εγκλιτικές λέξεις» ή εγκλιτικά
λεξίδια που αποβάλλουν τον τόνο τους ο οποίος αναβιβάζεται στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης.