ἐμπύρετος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(big3_14) |
(11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[enfebrecido]], [[calenturiento]] de pers., Alex.Trall.2.167.4, ἐμπύρετοί εἰσιν καὶ σχεδὸν ἄφωνοι Philum. en Aët.16.23. | |dgtxt=-ον<br />[[enfebrecido]], [[calenturiento]] de pers., Alex.Trall.2.167.4, ἐμπύρετοί εἰσιν καὶ σχεδὸν ἄφωνοι Philum. en Aët.16.23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐμπύρετος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πυρετό<br /><b>2.</b> (για ασθένειες) συνοδευόμενες από πυρετό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A in fever heat, Alex.Trall.5.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπύρετος: -ον, ἔχων πυρετόν, πυρετώδης, Ἀλέξ. Τραλλ. 5, σ. 252.
Spanish (DGE)
-ον
enfebrecido, calenturiento de pers., Alex.Trall.2.167.4, ἐμπύρετοί εἰσιν καὶ σχεδὸν ἄφωνοι Philum. en Aët.16.23.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐμπύρετος, -ον)
1. αυτός που έχει πυρετό
2. (για ασθένειες) συνοδευόμενες από πυρετό.