ἐμπρηστής: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(big3_14)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ<br /><b class="num">1</b> [[incandescente]], [[abrasador]]como interpr. de ‘serafín’, Dion.Ar.<i>CH</i> 7.1, 15.2, Ath.Al.M.28.940A<br /><b class="num">•</b>dud. [[que produce una inflamación mortal]] ὄφις Aq.<i>De</i>.8.15 (dud.).<br /><b class="num">2</b> [[incendiario]] Ptol.<i>Tetr</i>.3.14.32.
|dgtxt=-οῦ<br /><b class="num">1</b> [[incandescente]], [[abrasador]]como interpr. de ‘serafín’, Dion.Ar.<i>CH</i> 7.1, 15.2, Ath.Al.M.28.940A<br /><b class="num">•</b>dud. [[que produce una inflamación mortal]] ὄφις Aq.<i>De</i>.8.15 (dud.).<br /><b class="num">2</b> [[incendiario]] Ptol.<i>Tetr</i>.3.14.32.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἐμπρηστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βάζει [[φωτιά]] για να βλάψει άλλους ή να εξαπατήσει για δικό του όφελος<br /><b>2.</b> αυτός που παροξύνει, συδαυλίζει τα [[πάθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βάζει [[φωτιά]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπρηστής Medium diacritics: ἐμπρηστής Low diacritics: εμπρηστής Capitals: ΕΜΠΡΗΣΤΗΣ
Transliteration A: emprēstḗs Transliteration B: emprēstēs Transliteration C: empristis Beta Code: e)mprhsth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one that burns, Aq.De.8.15; incendiary, Ptol.Tetr.165.

German (Pape)

[Seite 817] ὁ, der Anzünder, Brandstifter, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπρηστής: -οῦ, ὁ, ὁ καίων, πυρπολῶν, Πρόκλ. Παράφρ. σ. 231, Ἀκύλ. Π. Δ. (Δευτ. Η΄, 15).

Spanish (DGE)

-οῦ
1 incandescente, abrasadorcomo interpr. de ‘serafín’, Dion.Ar.CH 7.1, 15.2, Ath.Al.M.28.940A
dud. que produce una inflamación mortal ὄφις Aq.De.8.15 (dud.).
2 incendiario Ptol.Tetr.3.14.32.

Greek Monolingual

ο (Α ἐμπρηστής)
νεοελλ.
1. αυτός που βάζει φωτιά για να βλάψει άλλους ή να εξαπατήσει για δικό του όφελος
2. αυτός που παροξύνει, συδαυλίζει τα πάθη
αρχ.
αυτός που βάζει φωτιά.