ἐναλαζονεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
(6_5)
(11)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναλαζονεύομαι''': Ἀποθ., [[ἀλαζονεύομαι]] ἔν τινι, [[κομπάζω]], μεγαλαυχῶ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 12.
|lstext='''ἐναλαζονεύομαι''': Ἀποθ., [[ἀλαζονεύομαι]] ἔν τινι, [[κομπάζω]], μεγαλαυχῶ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 12.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[jactarse]], [[vanagloriarse]] c. dat. μὴ ἐμπομπεύειν καὶ ἐναλαζ[ον] εύεσ[θαι ταῖς] ἐνδείαις τῶν πενομένων Didym.<i>Gen</i>.180.4, glos. a [[ἐλλαμπρύνομαι]] Sch.Th.6.12.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐναλαζονεύομαι]] (Α)<br />[[αλαζονεύομαι]], [[κομπάζω]] για [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 07:08, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 826] dabei großprahlen, Schol. Thuc. 6, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναλαζονεύομαι: Ἀποθ., ἀλαζονεύομαι ἔν τινι, κομπάζω, μεγαλαυχῶ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 12.

Spanish (DGE)

jactarse, vanagloriarse c. dat. μὴ ἐμπομπεύειν καὶ ἐναλαζ[ον] εύεσ[θαι ταῖς] ἐνδείαις τῶν πενομένων Didym.Gen.180.4, glos. a ἐλλαμπρύνομαι Sch.Th.6.12.

Greek Monolingual

ἐναλαζονεύομαι (Α)
αλαζονεύομαι, κομπάζω για κάτι.