ἐνδοῖ: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_4)
(11)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδοῖ''': ἀλλὰ καθ’ Ἡρῳδιαν. (Ἀνέκδ. Κραμήρου τ. 2, σ. 162, 10), ἔνδοι, Δωρ. καὶ Αἰολ. ἀντὶ τοῦ [[ἔνδοθι]], Θεόκρ. 15. 1., 55. 77: πρβλ. [[οἴκοι]].
|lstext='''ἐνδοῖ''': ἀλλὰ καθ’ Ἡρῳδιαν. (Ἀνέκδ. Κραμήρου τ. 2, σ. 162, 10), ἔνδοι, Δωρ. καὶ Αἰολ. ἀντὶ τοῦ [[ἔνδοθι]], Θεόκρ. 15. 1., 55. 77: πρβλ. [[οἴκοι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔνδοι]] και ἐνδοῑ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[μέσα]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 835] od. ἔνδοι, dasselbe, Theocr. 15, 1. 77. S. Ahrens Dor. 365.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδοῖ: ἀλλὰ καθ’ Ἡρῳδιαν. (Ἀνέκδ. Κραμήρου τ. 2, σ. 162, 10), ἔνδοι, Δωρ. καὶ Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ἔνδοθι, Θεόκρ. 15. 1., 55. 77: πρβλ. οἴκοι.

Greek Monolingual

ἔνδοι και ἐνδοῑ (Α)
επίρρ. μέσα.