ἐνόριος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[dentro de los límites]], [[de las fronteras]] βίον δ' ἐνόριον νομάδα τ' ἐζηλωκότες Scymn.<i>Fr</i>.12, χῶρος Poll.9.8, [[δικαστήριον]] op. ὑπερόριος <i>SB</i> 8988.76 (VII d.C.) en <i>BL</i> 10.195.<br /><b class="num">2</b> [[fronterizo]], [[de la frontera]], [[protector de las fronteras]] Ἐνόριοι θεοί <i>SEG</i> 37.1100.17 (Apolonia de Pisidia II d.C.), cf. Hld.10.1.2.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ἡ ἐ. [[territorio dependiente de una aglomeración principal]]:<br /><b class="num">a)</b> de una ciudad [[distrito]], [[término municipal]] ἐ. Μείρου <i>MAMA</i> 1.403.7 (Frigia II d.C.), περὶ κώμην Ἰμούθου τῆς Λυκοπολιτῶν ἐνορίας <i>PBeatty Panop</i>.2.136 (III d.C.), πόλις τε καὶ ἐ. <i>POxy</i>.1101.5 (IV d.C.), cf. <i>Cod.Iust</i>.1.2.25.1, ἡ ὀρεινὴ ἐ. Gr.Nyss.<i>Ep</i>.1.6, ἡ πόλις καὶ αἱ κῶμαι τῆς ἐνορίας τῆς ὑμετέρας Wilcken <i>Chr</i>.281.45 (IV d.C.), ἡ Ἀρσινοειτικὴ ἐ. <i>PDub</i>.32.2 (VI d.C.), cf. Basil.<i>Ep</i>.206;<br /><b class="num">b)</b> de una aldea ἐν τῇ ἐνορίᾳ τῆς κώμης Καρανίδος <i>PCol</i>.174.3 (IV d.C.), cf. <i>Stud.Pal</i>.20.128.5 (V d.C.), <i>PMasp</i>.2.3.3 (VI d.C.);<br /><b class="num">c)</b> crist. [[diócesis unidad administrativa de la iglesia]], Thdt.<i>Ep</i>.18, ἡ Ἀπαμέων ἐ. <i>CCP</i> (536) <i>Act</i>.36 (p.106.17), cf. <i>IGLBulg</i>.97.7 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> τὸ ἐ. [[espacio delimitado]], [[acotado]], <i>SEG</i> 48.2007.15, 23 (Egipto I d.C.).
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[dentro de los límites]], [[de las fronteras]] βίον δ' ἐνόριον νομάδα τ' ἐζηλωκότες Scymn.<i>Fr</i>.12, χῶρος Poll.9.8, [[δικαστήριον]] op. ὑπερόριος <i>SB</i> 8988.76 (VII d.C.) en <i>BL</i> 10.195.<br /><b class="num">2</b> [[fronterizo]], [[de la frontera]], [[protector de las fronteras]] Ἐνόριοι θεοί <i>SEG</i> 37.1100.17 (Apolonia de Pisidia II d.C.), cf. Hld.10.1.2.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ἡ ἐ. [[territorio dependiente de una aglomeración principal]]:<br /><b class="num">a)</b> de una ciudad [[distrito]], [[término municipal]] ἐ. Μείρου <i>MAMA</i> 1.403.7 (Frigia II d.C.), περὶ κώμην Ἰμούθου τῆς Λυκοπολιτῶν ἐνορίας <i>PBeatty Panop</i>.2.136 (III d.C.), πόλις τε καὶ ἐ. <i>POxy</i>.1101.5 (IV d.C.), cf. <i>Cod.Iust</i>.1.2.25.1, ἡ ὀρεινὴ ἐ. Gr.Nyss.<i>Ep</i>.1.6, ἡ πόλις καὶ αἱ κῶμαι τῆς ἐνορίας τῆς ὑμετέρας Wilcken <i>Chr</i>.281.45 (IV d.C.), ἡ Ἀρσινοειτικὴ ἐ. <i>PDub</i>.32.2 (VI d.C.), cf. Basil.<i>Ep</i>.206;<br /><b class="num">b)</b> de una aldea ἐν τῇ ἐνορίᾳ τῆς κώμης Καρανίδος <i>PCol</i>.174.3 (IV d.C.), cf. <i>Stud.Pal</i>.20.128.5 (V d.C.), <i>PMasp</i>.2.3.3 (VI d.C.);<br /><b class="num">c)</b> crist. [[diócesis unidad administrativa de la iglesia]], Thdt.<i>Ep</i>.18, ἡ Ἀπαμέων ἐ. <i>CCP</i> (536) <i>Act</i>.36 (p.106.17), cf. <i>IGLBulg</i>.97.7 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> τὸ ἐ. [[espacio delimitado]], [[acotado]], <i>SEG</i> 48.2007.15, 23 (Egipto I d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐνόριος]], -ον (AM) [[όριον]]<br /><b>1.</b> αυτός που περικλείεται από τα [[σύνορα]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στα [[σύνορα]].
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνόριος Medium diacritics: ἐνόριος Low diacritics: ενόριος Capitals: ΕΝΟΡΙΟΣ
Transliteration A: enórios Transliteration B: enorios Transliteration C: enorios Beta Code: e)no/rios

English (LSJ)

ον, (ὅρος)

   A within the boundaries, Poll.9.8; on the boundaries, θεοί Hld.10.1: Subst. ἐνορία, ἡ, territory of a city, πόλις καὶ ἐ. POxy. 1101.5 (iv A. D.), cf. Cod.Just.1.2.25.1, etc.

German (Pape)

[Seite 850] innerhalb der Grenzen, Sp.; θεοί, Landesgötter, Hel. 10, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνόριος: -ον, (ὅρος) ἐντὸς τῶν ὁρίων, Πολυδ. Θ΄, 8˙ ὁ ἐπὶ τῶν ὁρίων, θύσας... θεοῖς ἐνορίοις Ἡλιόδ. 10. 1: - ἡ ἐνορία, ἡ χώρα ἡ ἐντὸς τῶν ὁρίων, τὴν Τύρον καὶ τὴν αὐτῆς ἐνορίαν Χρον. Πασχ. σ. 78, 9. 2) ὡς οὐσ. ἡ ἐνορία, ὡς καὶ νῦν, ἐνορία ἐκκλησίας, ἐνορία ἱερέως, κτλ., Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ. 1001Α, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 361Α, Ἰουστ. Κῶδ. 1, 2, 26 § α΄, Βασιλ. Πορφ. Νεαρ. 319˙ - ἐκ τοῦ ἐνορία ἐσχηματίσθησαν, ἐνορίτης, θηλ. ἐνορῖτις, ἐνοριακός, ή, όν, Σύνοδ. Χαλκ. Πρ. 14, σ. 723, Δουκάγγ.

Spanish (DGE)

-α, -ον
I 1dentro de los límites, de las fronteras βίον δ' ἐνόριον νομάδα τ' ἐζηλωκότες Scymn.Fr.12, χῶρος Poll.9.8, δικαστήριον op. ὑπερόριος SB 8988.76 (VII d.C.) en BL 10.195.
2 fronterizo, de la frontera, protector de las fronteras Ἐνόριοι θεοί SEG 37.1100.17 (Apolonia de Pisidia II d.C.), cf. Hld.10.1.2.
II subst.
1 ἡ ἐ. territorio dependiente de una aglomeración principal:
a) de una ciudad distrito, término municipal ἐ. Μείρου MAMA 1.403.7 (Frigia II d.C.), περὶ κώμην Ἰμούθου τῆς Λυκοπολιτῶν ἐνορίας PBeatty Panop.2.136 (III d.C.), πόλις τε καὶ ἐ. POxy.1101.5 (IV d.C.), cf. Cod.Iust.1.2.25.1, ἡ ὀρεινὴ ἐ. Gr.Nyss.Ep.1.6, ἡ πόλις καὶ αἱ κῶμαι τῆς ἐνορίας τῆς ὑμετέρας Wilcken Chr.281.45 (IV d.C.), ἡ Ἀρσινοειτικὴ ἐ. PDub.32.2 (VI d.C.), cf. Basil.Ep.206;
b) de una aldea ἐν τῇ ἐνορίᾳ τῆς κώμης Καρανίδος PCol.174.3 (IV d.C.), cf. Stud.Pal.20.128.5 (V d.C.), PMasp.2.3.3 (VI d.C.);
c) crist. diócesis unidad administrativa de la iglesia, Thdt.Ep.18, ἡ Ἀπαμέων ἐ. CCP (536) Act.36 (p.106.17), cf. IGLBulg.97.7 (VI d.C.).
2 τὸ ἐ. espacio delimitado, acotado, SEG 48.2007.15, 23 (Egipto I d.C.).

Greek Monolingual

ἐνόριος, -ον (AM) όριον
1. αυτός που περικλείεται από τα σύνορα
2. αυτός που βρίσκεται στα σύνορα.