εξαμηνιαίος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
(12)
(No difference)

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἑξαμηνιαίος, -α, -ον)
διαρκείας έξι μηνών
νεοελλ.
εκείνος που γίνεται κάθε έξι μήνες
αρχ.
ηλικίας έξι μηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + μηνιαίος.].