ἐξαναφύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_20) |
(12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαναφύομαι''': παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἐξανέφῡν, ἀναφύομαι ἔκ τινος, γαίης Ὀρφ. π. σεισμῶν 36. | |lstext='''ἐξαναφύομαι''': παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἐξανέφῡν, ἀναφύομαι ἔκ τινος, γαίης Ὀρφ. π. σεισμῶν 36. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξαναφύομαι]] (Α)<br />[[αναφύομαι]], [[ξεφυτρώνω]] από τη γη. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
aor. 2 ἐξανέφυν,
A grow up from, γαίης Orph.Fr.285.36.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναφύομαι: παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἐξανέφῡν, ἀναφύομαι ἔκ τινος, γαίης Ὀρφ. π. σεισμῶν 36.
Greek Monolingual
ἐξαναφύομαι (Α)
αναφύομαι, ξεφυτρώνω από τη γη.