ἐξαναφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_20)
(12)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαναφύομαι''': παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἐξανέφῡν, ἀναφύομαι ἔκ τινος, γαίης Ὀρφ. π. σεισμῶν 36.
|lstext='''ἐξαναφύομαι''': παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἐξανέφῡν, ἀναφύομαι ἔκ τινος, γαίης Ὀρφ. π. σεισμῶν 36.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξαναφύομαι]] (Α)<br />[[αναφύομαι]], [[ξεφυτρώνω]] από τη γη.
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναφύομαι Medium diacritics: ἐξαναφύομαι Low diacritics: εξαναφύομαι Capitals: ΕΞΑΝΑΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: exanaphýomai Transliteration B: exanaphyomai Transliteration C: eksanafyomai Beta Code: e)canafu/omai

English (LSJ)

aor. 2 ἐξανέφυν,

   A grow up from, γαίης Orph.Fr.285.36.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναφύομαι: παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἐξανέφῡν, ἀναφύομαι ἔκ τινος, γαίης Ὀρφ. π. σεισμῶν 36.

Greek Monolingual

ἐξαναφύομαι (Α)
αναφύομαι, ξεφυτρώνω από τη γη.