εξασφαλίζω: Difference between revisions
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(12) |
(No difference)
|
Revision as of 07:09, 29 September 2017
Greek Monolingual
(AM ἐξασφαλίζω) ασφαλίζω
1. καθιστώ ασφαλή, κατοχυρώνω
(«ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ' αὐτόν», Φιλόδ.)
2. επιδιώκω ή κατορθώνω να προφυλάξω κάτι που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με υποθήκη»)
3. (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το μέλλον μου («είμαι εξασφαλισμένος», «έχω εξασφαλιστεί»)
μσν.- νεοελλ.
προφυλάσσω από βλάβη
μσν.
εμποδίζω («ἐξασφαλιζόμενος αὐτὸν τοῡ μὴ δῆσαι χεῑρας εἰς ἕτερον βαρβάτην», Κων. Πορφυρογ.).