κατοχυρώνω

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

(ΑΜ κατοχυρῶ, -όω, Μ και κατοχυρώνω)
εξασφαλίζω, προστατεύω («κατοχύρωσε τα δικαιώματά της»)
νεοελλ.-μσν.
οχυρώνω κάτι καλά, θωρακίζω («κατωχύρωσεν... τὴν πόλιν πρὸς μάχην», Νικητ. Ευγ.)
μσν.
ενισχύω, ενδυναμώνω.