ἐξόριος: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(6_4) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξόριος''': -α, -ον, (ὅος) ὁ ἔξω τῶν ὁρίων χώρας τινός, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 198· [[ἐντεῦθεν]] [[ἐξορία]], (ἐξυπ. ζωή), ἡ, δηλ. ζωὴ ἔξω τῶν ὁρίων τῆς πατρίδος τινός, [[ἐξορία]], Μαρκελλῖνος ἐν Βίῳ Θουκ. XV, ἔκδ. Βεκκ., Εὐστ. 1161. 35. | |lstext='''ἐξόριος''': -α, -ον, (ὅος) ὁ ἔξω τῶν ὁρίων χώρας τινός, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 198· [[ἐντεῦθεν]] [[ἐξορία]], (ἐξυπ. ζωή), ἡ, δηλ. ζωὴ ἔξω τῶν ὁρίων τῆς πατρίδος τινός, [[ἐξορία]], Μαρκελλῖνος ἐν Βίῳ Θουκ. XV, ἔκδ. Βεκκ., Εὐστ. 1161. 35. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξόριος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από τα [[σύνορα]] της χώρας<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ἐξορία]]<br />(ενν. <i>ζωή</i>) η ζωή έξω από τα όρια της πατρίδας, [[εξορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όριο</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όρος</i> «[[τέρμα]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, (ὅρος)
A out of the bounds of one's country, Poll.6.198. II Subst., ἐξορία (sc. ζωή), ἡ, exile, Marcellin.Vit. Thuc. 47, Eust.1161.35.
German (Pape)
[Seite 887] außerhalb der Gränzen, verwiesen, verbannt, Poll. 6, 198. Vgl. ἐξορία.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόριος: -α, -ον, (ὅος) ὁ ἔξω τῶν ὁρίων χώρας τινός, Πολυδ. ϛʹ, 198· ἐντεῦθεν ἐξορία, (ἐξυπ. ζωή), ἡ, δηλ. ζωὴ ἔξω τῶν ὁρίων τῆς πατρίδος τινός, ἐξορία, Μαρκελλῖνος ἐν Βίῳ Θουκ. XV, ἔκδ. Βεκκ., Εὐστ. 1161. 35.
Greek Monolingual
ἐξόριος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται έξω από τα σύνορα της χώρας
2. το θηλ. ως ουσ. η ἐξορία
(ενν. ζωή) η ζωή έξω από τα όρια της πατρίδας, εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + όριο (< όρος «τέρμα»)].