εξώνηση: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
(No difference)
|
Revision as of 07:10, 29 September 2017
Greek Monolingual
η (Μ ἐξώνησις) εξωνούμαι
αγορά, συμφωνία κατά την οποία ο πωλητής μπορεί να αναλάβει ό,τι πουλάει με συμφωνημένο τίμημα σε ορισμένη προθεσμία
νεοελλ.
1. πρόσθετος όρος σε σύμβαση πώλησης, σύμφωνα με τον οποίο ο πωλητής δικαιούται με μονομερή δήλωσή του να επαναγοράσει το πωληθέν πράγμα
2. εξαγορά, διαφθορά με χρήματα.