ἐπαποθνήσκω: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(6_1) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαποθνήσκω''': [[ἀποθνήσκω]] μετά τινα, τινὶ Πλάτ. Συμπ. 208D, πρβλ. 180Α· ἐπαποθνήσκει τοῖς λόγοις, ἀπονθήσκει ἐνῷ ἔτι ὡμίλει, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 11, 3· ἀπόλ., Πλουτ. Αἰμίλ. 35. | |lstext='''ἐπαποθνήσκω''': [[ἀποθνήσκω]] μετά τινα, τινὶ Πλάτ. Συμπ. 208D, πρβλ. 180Α· ἐπαποθνήσκει τοῖς λόγοις, ἀπονθήσκει ἐνῷ ἔτι ὡμίλει, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 11, 3· ἀπόλ., Πλουτ. Αἰμίλ. 35. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπαποθνήσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πεθαίνω]] [[μετά]] τον θάνατο κάποιου («οὐ μόνον ὑπεραποθανεῑν ἀλλὰ καὶ ἐπαποθανεῑν τετελευτηκότι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πεθαίνω]] ενώ [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>απόλ.</b> [[πεθαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
A die after another, τινί Pl.Smp.180a, 208d, J.BJ5.12.3; ἐ. λόγοις die while yet speaking, Id.AJ13.11.3: abs., Plu.Aem.35.
German (Pape)
[Seite 904] (s. θνήσκω), dabei, hernach sterben, ἐπαποθανεῖν τετελευτηκότι, nach dem Gestorbenen sterben, Plat. Conv. 180 a 208 d; Ath. XIII, 602 d; absolut, nachher sterben, Plut. Aem. P. 35; τῇ νίκῃ, beim Siege, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαποθνήσκω: ἀποθνήσκω μετά τινα, τινὶ Πλάτ. Συμπ. 208D, πρβλ. 180Α· ἐπαποθνήσκει τοῖς λόγοις, ἀπονθήσκει ἐνῷ ἔτι ὡμίλει, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 11, 3· ἀπόλ., Πλουτ. Αἰμίλ. 35.
Greek Monolingual
ἐπαποθνήσκω (Α)
1. πεθαίνω μετά τον θάνατο κάποιου («οὐ μόνον ὑπεραποθανεῑν ἀλλὰ καὶ ἐπαποθανεῑν τετελευτηκότι», Πλάτ.)
2. πεθαίνω ενώ κάνω κάτι
3. απόλ. πεθαίνω.