ἐπαπόρημα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(6_21)
(13)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαπόρημα''': τό, εἰς ἀπορίαν ἐμβάλλον [[ζήτημα]], ἐν τοῖς ἐπαπορήμασι περὶ τῆς τῶν ἀρχαίων πολυγαμίας Βασίλ. τ. 2. σ. 219Α, Ὠριγέν. τ. 1. σ. 23F.
|lstext='''ἐπαπόρημα''': τό, εἰς ἀπορίαν ἐμβάλλον [[ζήτημα]], ἐν τοῖς ἐπαπορήμασι περὶ τῆς τῶν ἀρχαίων πολυγαμίας Βασίλ. τ. 2. σ. 219Α, Ὠριγέν. τ. 1. σ. 23F.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπαπόρημα]], το (Α)<br />[[ζήτημα]] για το οποίο υπάρχει [[απορία]], [[αμφιβολία]] και συνεκδ. η [[απορία]], η [[αμφιβολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[απόρημα]] «[[αμφιβολία]]»].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 904] τό, Zweifel bei Etwas, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαπόρημα: τό, εἰς ἀπορίαν ἐμβάλλον ζήτημα, ἐν τοῖς ἐπαπορήμασι περὶ τῆς τῶν ἀρχαίων πολυγαμίας Βασίλ. τ. 2. σ. 219Α, Ὠριγέν. τ. 1. σ. 23F.

Greek Monolingual

ἐπαπόρημα, το (Α)
ζήτημα για το οποίο υπάρχει απορία, αμφιβολία και συνεκδ. η απορία, η αμφιβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + απόρημα «αμφιβολία»].