ἐπιγουνίδιος: Difference between revisions
From LSJ
(SL_1) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ἐπῐγουνῐδῐος</b> <br /> <b>1</b> on [[one]]'s [[knee]] “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι [[βρέφος]] αὐταῖς” i. e. as he [[lay]] on [[their]] knees (P. 9.62) | |sltr=<b>ἐπῐγουνῐδῐος</b> <br /> <b>1</b> on [[one]]'s [[knee]] “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι [[βρέφος]] αὐταῖς” i. e. as he [[lay]] on [[their]] knees (P. 9.62) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιγουνίδιος]], -ον (Α) [[επιγουνίς]]<br />(για [[βρέφος]]) αυτός που κάθεται [[πάνω]] στα γόνατα της μητέρας, της τροφού κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐδ], ον,
A upon the knee, βρέφος ἐ. κατθηκάμενος Pi.P.9.62.
German (Pape)
[Seite 933] auf den Knieen, κατθηκάμενος Pind. P. 9, 62.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγουνίδιος: -ον, (γόνυ) ὁ ἐπὶ τοῦ γόνατος, ταὶ δ’ (αἱ Ὧραι καὶ ἡ Γῆ) ἐπιγουνίδιον κατθηκάμεναι βρέφος αὑταῖς, νέκταρ ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι, «αἱ δὲ Ὧραι καὶ ἡ Γῆ ἐπὶ τοῖς ἑαυτῶν γόνασι θεῖσαι τὸν Ἀρισταῖον καὶ θαυμάσασαι τὸ βρέφος ἐνστάξουσι τοῖς χείλεσι νέκταρ καὶ ἀμβροσίαν» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 9. 107.
English (Slater)
ἐπῐγουνῐδῐος
1 on one's knee “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” i. e. as he lay on their knees (P. 9.62)
Greek Monolingual
ἐπιγουνίδιος, -ον (Α) επιγουνίς
(για βρέφος) αυτός που κάθεται πάνω στα γόνατα της μητέρας, της τροφού κ.λπ.