ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
ἐπιγουνίς, η (Α)1. μυς του μηρού πάνω από το γόνατο2. επιγονατίδα3. γόνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γουν-ίς (< γούνυ, ιων. παράλλ. τ. του γόνυ)].