ἐπιγενεσιουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(6_16)
(13)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιγενεσιουργός''': -όν, = [[γενεσιουργός]], Κλήμ. Ἀλ. 668.
|lstext='''ἐπιγενεσιουργός''': -όν, = [[γενεσιουργός]], Κλήμ. Ἀλ. 668.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιγενεσιουργός]], -όν (Α)<br />αυτός που [[είναι]] η [[δημιουργός]] [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[γενεσιουργός]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:11, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 932] = γενεσιουργός, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγενεσιουργός: -όν, = γενεσιουργός, Κλήμ. Ἀλ. 668.

Greek Monolingual

ἐπιγενεσιουργός, -όν (Α)
αυτός που είναι η δημιουργός αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γενεσιουργός].