ἐπίθυμον: Difference between revisions
From LSJ
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
(6_22) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίθῠμον''': τό, παρασιτικόν τι φυτὸν φυόμενον καὶ αὐξανόμενον ἐπὶ τοῦ θύμου, Cuscuta Epithymis, Διοσκ. 4. 176 (179). [[Κατὰ]] τὸν Sibthorp κοινῶς καλεῖται «τῆς ἀλεποῦς τὸ μετάξι». | |lstext='''ἐπίθῠμον''': τό, παρασιτικόν τι φυτὸν φυόμενον καὶ αὐξανόμενον ἐπὶ τοῦ θύμου, Cuscuta Epithymis, Διοσκ. 4. 176 (179). [[Κατὰ]] τὸν Sibthorp κοινῶς καλεῖται «τῆς ἀλεποῦς τὸ μετάξι». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἐπίθυμον]])<br /><b>βοτ.</b><br /><b>1.</b> παρασιτικό [[φυτό]] που φυτρώνει [[πάνω]] στο [[θυμάρι]], [[επίθυμον]] το κοινόν, δημοτ. [[αμπελοκλάδι]], [[μετάξι]] της αλεπούς, [[λύκος]]<br />στους αρχαίους [[κουσκούτα]] η επίθυμος<br /><b>2.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας τών περιαλλοκαυλοειδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[θύμον]] «[[θυμάρι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A a parasitic plant growing on thyme, Cuscuta Epithymum, Dsc.4.177, Gal.6.414, 11.875, Artem.1.77.
German (Pape)
[Seite 944] τό, eine auf dem θύμος wachsende Schmarotzerpflanze, Diosc., Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίθῠμον: τό, παρασιτικόν τι φυτὸν φυόμενον καὶ αὐξανόμενον ἐπὶ τοῦ θύμου, Cuscuta Epithymis, Διοσκ. 4. 176 (179). Κατὰ τὸν Sibthorp κοινῶς καλεῖται «τῆς ἀλεποῦς τὸ μετάξι».
Greek Monolingual
το (Α ἐπίθυμον)
βοτ.
1. παρασιτικό φυτό που φυτρώνει πάνω στο θυμάρι, επίθυμον το κοινόν, δημοτ. αμπελοκλάδι, μετάξι της αλεπούς, λύκος
στους αρχαίους κουσκούτα η επίθυμος
2. γένος φυτών της οικογένειας τών περιαλλοκαυλοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύμον «θυμάρι»].